- εὐκατακόμιστος
- εὐκατα-κόμιστος, ον,A easy to be transported,
ὕλη Str.12.3.12
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὕλη Str.12.3.12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευκατακόμιστος — εὐκατακόμιστος, ον (Α) 1. αυτός που μετακομίζεται, που μεταφέρεται εύκολα 2. εκείνος που παρασύρεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα κομίζω] … Dictionary of Greek
εὐκατακόμιστος — easy to be transported masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκατακόμιστον — εὐκατακόμιστος easy to be transported masc/fem acc sg εὐκατακόμιστος easy to be transported neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)